πειστηρίους

πειστηρίους
πειστήριος
persuasive
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πειστήριος — α, ο / πειστήριος, ον, ΝΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πειστήριο κάθε αντικείμενο που συμβάλλει στο να βεβαιωθεί ένα έγκλημα που διαπράχθηκε ή να αποδειχθεί η ενοχή ή η αθωότητα τού κατηγορουμένου, αποδεικτικό στοιχείο, τεκμήριο, απόδειξη αρχ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”